ἐπισταθμεία
English (LSJ)
or ἐπισταθμ-ία, ἡ, A lodging, ἐ. ποιεῖσθαι παρά τινι take up one's quarters with him, D.S.17.47 (v.l.-είαν), cf. 34.17. II. liability to have persons quartered on one, Cic.Att.13.52.2, Plu.Sert.6 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισταθμεία: ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ ἐπισταθμία.
Greek Monolingual
η
βλ. επισταθμία.