ὀλιγήμερος

Revision as of 17:50, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

English (LSJ)

ον, A of or lasting a few days, ζωή Hp.Art.63; πυρετοὶ -ήμεροι κτείνοντες Id.Fract.11 : Comp., Id.Acut.17 : Sup., Id.Art.63. 2 lasting a short time, τρῖψις prob. in Antyll. ap. Orib.10.23.16.

German (Pape)

[Seite 320] in wenig Tagen, Hippocr., Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγήμερος: -ον, ὁ ἐπὶ ὀλίγας μόνον ἡμέρας διαρκῶν, ζωὴ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828· ὀλ. πυρετοί, οἵτινες ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν τελειώνουσι τὴν περίοδόν των, ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 759. - Συγκρ. καὶ ὑπερθ., ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, περὶ Ἄρθρ. 829.

Greek Monolingual

ὀλιγήμερος, -ον (Α)
βλ. ολιγοήμερος.