ὀλιγήμερος

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγήμερος Medium diacritics: ὀλιγήμερος Low diacritics: ολιγήμερος Capitals: ΟΛΙΓΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: oligḗmeros Transliteration B: oligēmeros Transliteration C: oligimeros Beta Code: o)ligh/meros

English (LSJ)

ὀλιγήμερον,
A of or lasting a few days, ζωή Hp.Art.63; πυρετοὶ -ήμεροι κτείνοντες Id.Fract.11: Comp., Id.Acut.17: Sup., Id.Art.63.
2 lasting a short time, τρῖψις prob. in Antyll. ap. Orib.10.23.16.

German (Pape)

[Seite 320] in wenig Tagen, Hippocr., Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγήμερος: -ον, ὁ ἐπὶ ὀλίγας μόνον ἡμέρας διαρκῶν, ζωὴ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828· ὀλ. πυρετοί, οἵτινες ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν τελειώνουσι τὴν περίοδόν των, ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 759. - Συγκρ. καὶ ὑπερθ., ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, περὶ Ἄρθρ. 829.

Greek Monolingual

ὀλιγοήμερος και λιγοήμερος, -η, -ο (ΑΜ ολιγοήμερος και ὀλιγήμερος, -ον)
αυτός που διαρκεί λίγες ημέρες
νεοελλ.
αυτός που πρόκειται να ζήσει λίγες ακόμη μέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. μακροήμερος].