χαραγμός

Revision as of 13:35, 27 November 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "a" to "a")

English (LSJ)

ὁ, A incision, notch, Thphr.HP3.11.3, 3.13.5. II stamped document, PRyl.160 (a).10 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 1335] ὁ, das Eingraben, Einschneiden, der Einschnitt, Theophr.

Greek Monolingual

ὁ, Α χαράσσω
1. η ενέργεια του χαράσσω, εγκοπή, χάραγμα
2. σφραγισμένο έγγραφο.