Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
η (AM ἐγκοπή)
χαρακιά, εντομή
νεοελλ.
εσοχή σε αντικείμενο για να προσαρμοστεί σε αντίστοιχη προεξοχή άλλου αντικειμένου
αρχ.
1. διακοπή
2. εμπόδιο, κώλυμα.