μεταπύργιον

Revision as of 14:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

τό, = μεσοπύργιον, space between two towers, curtain, Th.3.22, Lys.Fr.97 S., IG22.463.49, 22.1658, al., Ph.Bel.80.11, J.BJ 3.5.2 (pl.).

German (Pape)

[Seite 153] τό, = μεσοπύργιον, der Raum zwischen zwei Thürmen, Thuc. 3, 22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. μεσοπύργιον.
Étymologie: μετά, πύργος.

Russian (Dvoretsky)

μεταπύργιον: τό Thuc. = μεσοπύργιον.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπύργιον: τό, = μεσοπύργιον, Θουκ. 3. 22, Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ.

Greek Monotonic

μεταπύργιον: τό (πύργος), τοίχος μεταξύ δύο πύργων, παραπέτασμα, σε Θουκ.

Middle Liddell

μετα-πύργιον, ου, τό, πύργος
the wall between two towers, the curtain, Thuc.

English (Woodhouse)

space between two towers