περίνοος

Revision as of 15:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, contr. περίνους, ουν, (νοέω) very intelligent: Sup. περινούστατος S.E.M.7.326.

German (Pape)

[Seite 583] zsgzgn περίνους, umsichtig, klug, περινούστατοι S. Emp. adv. log. 1, 326.

Russian (Dvoretsky)

περίνοος: стяж. περίνους 2 (superl. περινούστατος) весьма осмотрительный, умный Sext.

Greek (Liddell-Scott)

περίνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, (νοέω) σφόδρα συνετός. Υπερθ. περινούστατος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 326· ἲδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 144.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. περίνους.