συνετός

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνετός Medium diacritics: συνετός Low diacritics: συνετός Capitals: ΣΥΝΕΤΟΣ
Transliteration A: synetós Transliteration B: synetos Transliteration C: synetos Beta Code: suneto/s

English (LSJ)

συνετή, συνετόν, (συνίημι)
A intelligent, sagacious, wise, Democr.98, Pi.P.5.107, Hdt.1.185 (Comp.), etc.; φωνάεντα συνετοῖσιν Pi.O.2.85; of Zeus and Apollo, ξυνετοὶ καὶ τὰ βροτῶν εἰδότες S.OT498 (lyr.); ξ. φρένες Ar.Ra.876 (lyr.); of animals, Arist.HA589a1 (Comp.); σ. ἡλικίη the age of wisdom, AP5.111 (Phld.), etc.; ἡ συνετή alone, ib. 11.25 (Apollonid.); also τὸ συνετόν = σύνεσις, E.Or.1180, Th.2.15; τὸ πρὸς ἅπαν ξ. Id.3.82: c. gen. rei, intelligent in a thing, ξ. πολέμου E.Or. 1406 (anap.): c. acc., τά τ' οἰκτρὰ σ. εἰμι καὶ τὰ μή Id.IA1255; τὰ ἀχρεῖα Th.1.84; τὰ πολιτικά D.H.4.45.
II Pass., intelligible, εὔμαρες σύνετον πόησαι πάντι τοῦτ' Sapph.Supp.5.5; οὐ ξ. θνητοῖς πείρατα Thgn.1078; φρονέοντι συνετὰ γαρύω B.3.85; συνετὰ αὐδᾶν, λέγειν, Hdt.2.57, E.Ph.498, etc.; especially in oxymora, ἀναβοήσεται οὐ συνετὰ συνετῶς Id.IA466; δυσξυνέτου ξυνετὸν μέλος Id.Ph.1506 (lyr.): act. and pass. senses conjoined, εὐξύνετον ξυνετοῖς βοάν Id.IT1092 (lyr.); φωνὴ σ. significant, Arist.Po.1456b23.
III Adv. συνετῶς = intelligently, E.IA466, Ar.V.633 (lyr.).
2 intelligibly, διαλέγεσθαι Arist.Pr.902a17; φθεγξαμένου.. οὐδὲν σ. Plu.Sull.27; συνετὰ ὁμιλεῖν to discourse intelligibly, Babr.Prooemia 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 intelligent, avisé, prudent ; τὸ συνετόν l'intelligence;
2 facile à comprendre, intelligible;
Cp. συνετώτερος, Sp. συνετώτατος.
Étymologie: συνίημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνετός -ή -όν, Att. ook ξυνετός [συνίημι] met begrip, met inzicht, verstandig, intelligent:; ξυνεταὶ φρένες intelligente geesten Aristoph. Ran. 876; met gen. of met acc. resp. met verstand van iets; subst. τὸ συνετόν begrip, inzicht, verstand, intelligentie. van zaken begrijpelijk, te vatten; met dat. voor iem.

German (Pape)

verständig, klug, einsichtsvoll; Pind. P. 5.100, Ol. 2.85; Soph. nennt Zeus und Apollon ξυνετοὶ καὶ τὰ βροτῶν εἰδότες, O.R. 499; εὐξύνετον ξυνετοῖσι βοάν, Eur. I.T. 1092; auch ξυνετά μοι δοκεῖς λέγειν, Verständiges, Phoen. 501, und öfter, auch • adv. συνετῶς, I.A. 466; Thuc. 1.84, 2.15 und öfter, und Folgde, wie Xen. Cyr. 2.1.31; οἱ συνετώτατοι, Pol. 3.22.3; auch adv., συνετῶς βουλευσάμενος, 1.36.2; συνετώτερον αὐτὸν εἶναι Ὀδυσσέως, Luc. Tim. 23; leicht zu verstehen, Her. 2.57 Xen. und A.; ἡλικίη, Philodem. 14 (XI.41).
Bei Hesych. ist συνετὸς χιτών = σύμβλητος.

Russian (Dvoretsky)

συνετός:
1 благоразумный, рассудительный Her., Pind., Thuc.;
2 мудрый (Ζεύς Soph.);
3 проницательный (φρένες Arph.);
4 понятливый (sc. ζῷα Arst.);
5 знающий, понимающий, умеющий: ξ. πολέμου Eur. умеющий воевать; τὰ οἰκτρὰ σ. εἶναι καὶ τὰ μή Eur. знающий, что достойно сострадания и что недостойно его;
6 понятный (см. συνετόν);
7 осмысленный (φωνή Arst.). - см. тж. συνετή и συνετόν.

English (Slater)

συνετός understanding pro subs. πολλά μοι ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν (O. 2.85) ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί (P. 5.107) ]συνετοῖ[ς (supp. Snell) fr. 215. 12.

English (Strong)

from συνίημι; mentally put (or putting) together, i.e. sagacious: prudent. Compare φρόνιμος.

English (Thayer)

συνετή, συνετόν (συνίημι), from Pindar down, the Sept. for חָכָם, נָבון, etc., intelligent, having understanding, wise, learned: σοφός, at the end.)

Greek Monolingual

-ή, -ό / συνετός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνίημι
αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που γίνεται με σύνεση, γνωστικός (α. «συνετός ηγέτης» β. «συνετή πράξη» γ. «ἀπέκρυψας αὐτὰ ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις», ΚΔ
δ. «ξυνεταὶ φρένες», Αριστοφ.)
αρχ.
1. ειδήμονας, έμπειρος σε κάτι (α. «ξυνετὸς πολέμου», Ευρ.
β. «τἀχρεῖα ξυνετοὶ ἄγαν ὄντες», Θουκ)
2. αντιληπτός, κατανοητός («δυσξυνέτου ξυνετὸν μέλος», Ευρ.)
3. αυτός που σημαίνει κάτι («φωνὴ συνετή», Αριστοτ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ συνετή
η ηλικία της σύνεσης, η ώριμη ηλικία
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνετόν
η σύνεση
6. φρ. «συνετὴ ἡλικία» — η ηλικία της σύνεσης, η ωριμότητα.
επίρρ...
συνετώς / συνετῶς ΝΜΑ, και συνετά Ν
με σύνεση, με γνώση.

Greek Monotonic

συνετός: -ή, -όν (συνίημι),
I. ευφυής, οξύνους, φρόνιμος, μυαλωμένος, συνετός, Λατ. prudens, σε Ηρόδ., Πίνδ. κ.λπ.· τὸ συνετόν = σύνεσις, σε Ευρ., Θουκ.· με γεν. πράγμ., ευφυής, εύστροφος, οξύνους σε κάτι· ξυνετὸς πολέμου, σε Ευρ.· επίσης, με αιτ., τὰ οἰκτρὰ ξυνετός, στον ίδ.
II. Παθ., ευνόητος, κατανοητός, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· οι Ενεργ. και Παθ. σημασίες συμπίπτουν· εὐξύνετος ξυνετοῖσι βοά, σε Ευρ.
IV. επίρρ., -τῶς·
1. ευφυώς, συνετά, στον ίδ.
2. κατά τρόπο ευνόητο, σαφώς, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνετός: -ή, -όν, (συνίημι) ὡς καὶ νῦν, φρόνιμος, νοήμων, ἀγχίνους, κρίνων ὀρθῶς, κοινῶς «γνωστικός», Λατ. prudens, Ἡρόδ. 1. 185, Πινδ. Π. 5. 144, Θουκ. 3. 82, κτλ.· φωνᾶντα συνετοῖσι Πινδ. Ο. 2. 152· μάλιστα ἐκ φύσεως, ἀντίθετ. τῷ ὁ μαθὼν (πρβλ. σύνεσις), Θουκ. 1. 84, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Διὸς καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, ξυνετοὶ καὶ τὰ βροτῶν εἰδότες Σοφ. Ο. Τ. 498 ξ. φρένες Ἀριστοφ. Βάτρ. 876· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1, 10· σ. ἡλικία, ἡ ἡλικία τῆς φρονήσεως, Ἀνθ. Π. 5. 112, κτλ.· οὕτω μόνον ἡ συνετή, αὐτόθι 11. 25· ὡσαύτως, τὸ συνετὸν = σύνεσις, Εὐρ. Ὀρ. 1180, Θουκ. 2. 15· τὸ πρὸς ἅπαν ξ. ὁ αὐτ. 3. 82· ― μετὰ γεν. πράγμ., συνετός, δεξιός, ἄξιος εἴς τι, ξ. πολέμου Εὐρ. Ὀρ. 1406· καὶ μετ’ αἰτ., τὰ οἰκτρὰ ξ. ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1255· τὰ πολεμικὰ Διον. Ἁλ. 4. 45. ΙΙ. Παθ., εὐνόητος, οὐ ξ. θνητοῖς πείρατα Θέογν. 1078· συνετὰ αὐδᾶν, λέγειν Ἡρόδ. 2. 57, Εὐρ. Φοίν. 498, κτλ.· μάλιστα εἰς ὀξύμωρα σχήματα, ἀναβοᾶν οὐ συνετὰ συνετῶς ὁ αὐτ. Ι. Α. 466· δυσξύνετον συνετὸν μέλος ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1507· ― ἡ ἐνεργ. καὶ ἡ παθητ. σημασ. ὁμοῦ συνημ., εὐξύνετος ξυνετοῖσι βοὰ ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1092· ― φωνὴ σ., σημαίνουσα, σημαντική, Ἀριστ. Ποιητ. 20. 2. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., -τῶς, μετὰ συνέσεως, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Σφ. 633. 2) εὐνοήτως, σαφῶς, διαλέγεσθαι Ἀριστ. Προβλ. 11. 27· φθέγγεσθαι Πλουτ. Σύλλ. 27· συνετὰ ὁμιλεῖν, εὐνόητα, εὐκατανόητα, Βαβρ. ἐν τῷ προοιμ. 11. ― Καθ’ Ἡσύχ. «συνετός· σοφός, συγκεκροτημένος».

Middle Liddell

συνετός, ή, όν συνίημι
I. intelligent, sagacious, wise, Lat. prudens, Hdt., Pind., etc.; τὸ συνετόν = σύνεσις, Eur., Thuc.:—c. gen. rei, intelligent in a thing, ξυνετὸς πολέμου Eur.; also c. acc., τὰ οἰκτρὰ ξ. Eur.
II. pass. intelligible, Theogn., Hdt., etc; act. and pass. senses conjoined, εὐξύνετος ξυνετοῖσι βοά Eur.
III. adv. -τῶς, intelligently, Eur.
2. intelligibly, Plut.

Chinese

原文音譯:sunetÒj 尋-誒拖士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:共同-放
字義溯源:建立智力的,理解,聰敏的,明智的,聰明人,通達,通達人;源自 (συνίημι / συνίω)=建立,由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(Ἰεχονίας)X=送)組成,而 (Ἰεχονίας)X出自(εἰμί)X*=行走)
出現次數:總共(4);太(1);路(1);徒(1);林前(1)
譯字彙編
1) 通達人(2) 太11:25; 路10:21;
2) 聰明人(1) 林前1:19;
3) 通達(1) 徒13:7

English (Woodhouse)

clever, prudent, quick-witted, sensible, shrewd, wise, a clever person, concretely, easy to understand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=φρόνιμος, γνωστικός). Ἀπό τό συνίημι → συν + ἵημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

prudens, wise, prudent, 1.79.2, 1.84.3, 1.138.2, 3.82.5, 4.10.1, 6.39.1, 6.39.18.68.4,
COMP. 3.37.3,
SUP. 1.74.1,
consilium, prudentia, wisdom, prudence, 2.15.2, 3.82.4, 3.83.3.