τειχομάχης

Revision as of 16:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ου, Dor. -ας, ὁ, storming walls, besieger, τ. ἀνήρ Ar.Ach.570 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1081] ὁ, = τειχομάχος, Ar. Ach. 570 τειχομάχας ἀνήρ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui combat sur les remparts ou autour des remparts.
Étymologie: τεῖχος, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

τειχομάχης: ου adj. m (ᾰ) штурмующий стены, атакующий укрепления (ἀνήρ Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τειχομάχης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ προσβάλλων τὰ τείχη, πολιορκητής, μηχανικός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 570, ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ -ας.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. -ας, ὁ, Α τειχομαχῶ
τειχομάχος.

Greek Monotonic

τειχομάχης: [ᾰ], -ου, ὁ (μάχομαι), αυτός που προσβάλλει τα τείχη, πολιορκητής, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τειχο-μᾰ́χης, ου, ὁ, μάχομαι
storming walls, an engineer, Ar.