χοροτερπής

Revision as of 20:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, delighting in the dance, Nonn.D.14.249.

German (Pape)

[Seite 1367] ές, sich an Chören, Reigentänzen vergnügend, Nonn. D. 20, 24.

Greek (Liddell-Scott)

χοροτερπής: -ές, ὁ χοροῖς τερπόμενος, Νόνν. Διονυσ. 14. 249.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που του αρέσει ο χορός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -τερπής (< τέρπω «αρέσω, ευχαριστώ»), πρβλ. δημο-τερπής].