περικνίδιον

Revision as of 15:18, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[κνῐ], τό, qume/wn perikni/dia stalks or leaves of thyme, AP9.226 (Zon., dub.).

German (Pape)

[Seite 580] τό, ein Theil der Thymianstande, Diod. Zon. 6 (IX, 226), ῥικνόν genannt.

Russian (Dvoretsky)

περικνίδιον: (νῐ) τό стебелек или черешок Anth.

Greek (Liddell-Scott)

περικνίδιον: [κνῐ], τό, ἐν Ἀνθ. Π. 9. 26, θυμέων περικνίδια, πιθ., κλωνάρια ἢ φύλλα θύμου.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλαστός ή φύλλο του φυτού θύμος.