φέρετρον

Revision as of 18:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

τό, (φέρω) bier, litter, frame, Plb.8.29.4; cf. φέρτρον.

German (Pape)

[Seite 1262] τό, Trage, Babre, Sänfte, Pol. 8, 31, 4, s. φέρτρον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
brancart, litière.
Étymologie: φέρω.

Russian (Dvoretsky)

φέρετρον: τό носилки Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

φέρετρον: τό, νεκροφόρον κλινίδιον, ἢ φορεῖον, Λατ. feretrum, Πολύβ. 8. 31, 4· ― κατὰ συγκοπήν, φέρτρον Ἰλ. Σ. 236.

Greek Monotonic

φέρετρον: τό (φέρω), νεκροφόρα, φορείο, σε Πολύβ.· συνηρ. φέρτρον, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

φέρετρον, ου, τό, φέρω
a bier, litter, Polyb.:—contr. φέρτρον Il.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.