φέρτρον
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
τό, = φέρετρον, Il.18.236, Ael.VH12.64.
German (Pape)
[Seite 1262] zsgzgn statt φέρετρον; Il. 18, 136; Luc. Dea Syr. 52.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. φέρετρον.
Étymologie: φέρω.
Russian (Dvoretsky)
φέρτρον: τό (= φέρετρον) носилки Hom., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
φέρτρον: κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ φέρετρον, Ἰλ. Σ. 236.
English (Autenrieth)
(φέρω): litter, bier for the dead, Il. 18.236†.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(συγκεκομμένος τ.) βλ. φέρετρο.
Greek Monotonic
φέρτρον: συνηρ. αντί φέρετρον, σε Ομήρ. Ιλ.