χηλευτός

Revision as of 11:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ή, όν, netted, plaited, κράνεα Hdt.7.89, cf. Poll.7.83.

German (Pape)

[Seite 1352] adj. verb. von χηλεύω, gestrickt, geflochten, Her. 7, 89.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adj. verb. de χηλεύω.

Greek (Liddell-Scott)

χηλευτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., πεπλεγμένος, πλεκτός, οὗτοι δὲ εἶχον περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κράνεα χηλευτά, πλεκτά, Ἡρόδ. 7, 89, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 83.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χηλεύω
πλεγμένος, πλεκτός («κράνεα χηλευτά», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

χηλευτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., πλεκτός, διπλωμένος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

χηλευτός, ή, όν verb. adj.]
netted, plaited, Hdt. [from χηλεύω