ὑπερκαταγέλαστος

Revision as of 17:41, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

English (LSJ)

ον, exceedingly absurd, Aeschin.3.192, Plu.2.4a.

German (Pape)

[Seite 1197] über die Maaßen lächerlich; Aesch. 3, 192; Plut. educ. lib. 7 A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrêmement ridicule.
Étymologie: ὑπέρ, καταγέλαστος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερκαταγέλαστος: необыкновенно смешной, смехотворнейший Aeschin., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκαταγέλαστος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν καταγέλαστος, Αἰσχίνης 81. 29, Πλούτ. 2. 4Α.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επιτ. τ.) καταγέλαστος σε μέγιστο βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καταγέλαστος «αυτός που είναι αντικείμενο χλευασμού, ο γελοίος»].

Greek Monotonic

ὑπερκαταγέλαστος: -ον, υπερβολικά γελοίος, σε Αισχίν.

Middle Liddell

ὑπερ-καταγέλαστος, ον,
exceedingly absurd, Aeschin.