καλαμογραφία

Revision as of 00:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Ep. κᾰλᾰμογραφίη, ἡ, writing with a reed or pen, Man.4.72.

German (Pape)

[Seite 1307] ἡ, das Schreiben mit der Rohrfeder, Han. 4, 72.

Greek Monolingual

καλαμογραφία και καλαμογραφίη, ἡ (Α)
το γράψιμο που γινόταν με τον κάλαμο, με τη γραφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -γραφία (< -γράφος), πρβλ. βιβλιογραφία, νομογραφία].