ἀποτίβατος

Revision as of 18:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, Dor. and poet. for ἀπρόσβατος, S.Tr.1030 (lyr.).

Spanish (DGE)

v. ἀπρόσβατος.

German (Pape)

[Seite 330] dor. p. für ἀπρόσβατος, Soph. Trach. 1024, ἁγρία νόσος, Schol. ἁπροσπέλαστος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor. c. ἀπρόσβατος;
inabordable ; terrible.
Étymologie: , προσβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτίβᾰτος: дор. Soph. = ἀπρόσβατος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτίβᾰτος: -ον, Δωρ. καὶ ποιητ. ἀντὶ ἀπρόσβατος, Σοφ. Τρ. 1030.

Greek Monotonic

ἀποτίβᾰτος: Δωρ. αντί ἀ-πρόσβατος, σε Σοφ.