ἀπρόσβατος
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
Dor. ἀποτίβατος, ον, inaccessible, πέτραι Arist.HA563a5, cf. Plu.Alex. 58, Luc.Prom.1; ἀποτίβ. νοῦσος unapproachable, S.Tr.1030 (lyr.), cf. Max.Tyr.18.1.
Spanish (DGE)
(ἀπρόσβᾰτος) -ον
• Alolema(s): dór. ἀποτίβατος S.Tr.1030
1 gener. de lugares inaccesible πέτραι Arist.HA 563a5, Luc.Prom.1, Plu.Alex.58, Polyaen.8.25.1.
2 fig. intratable ἀποτίβατος ἀγρία νόσος enfermedad intratable y salvaje S.Tr.l.c., ἀπρόσβατόν τι χρῆμα τῇ ἀπάτῃ ἡ δίκη Max.Tyr.12.1.
German (Pape)
[Seite 339] unzugänglich, Plut. Alex. 58; πέτρα Luc. Prom. 1. S. ἀποτίβ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: ἀ, προσβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόσβᾰτος: дор. ἀποτίβᾰτος 2
1 неприступный (πέτρα Arst., Plut., Luc.);
2 ужасный (νόσος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσβᾰτος: -ον, Δωρ. ἀποτίβατος, ον, ἄβατος, ἀπροσπέλαστος, πέτραι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 5, 1· ἀπότομοι πέτραι καὶ ἀπρόσβατοι Λουκ. Προμ. 1· ἀποτίβατος ἀγρία νοῦσος, ἀπροσπέλαστος, ἄμαχος, ἀκαταπολέμητος, Σοφ. Τρ. 1030.
Greek Monolingual
ἀπρόσβατος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον πατήσει, άβατος, απρόσιτος
2. απλησίαστος, ακαταμάχητος.
Greek Monotonic
ἀπρόσβᾰτος: Δωρ. ἀ-ποτίβατος, -ον, απρόσιτος, απροσπέλαστος, άβατος, σε Σοφ.
Middle Liddell
unapproachable, Soph.