ἡ, = βάρος, τοῦ ἠέρος Aret.SD1.11 (sed leg. ἀπορίη).
-ης, ἡ peso, presión τοῦ ἠέρος Aret.SD 1.11.4 (ap. crít.).
βαρίη: ἡ, Ἰων. λέξις = βάρος, Ἀρεταῖ. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 11.