ἐμπέτασμα

Revision as of 15:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ατος, τό, curtain, Inscr.Perg.236, J.AJ15.11.3.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 en sg. o plu. cortina gener. doble, colgada de un dintel en puertas de acceso monumentales: en un teatro τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐ. IP 236 (heleníst.), en el templo de Jerusalén θύρας ... ποικίλοις ἐμπετάσμασι κεκόσμητο I.AI 15.394, cf. 12.318, TAM 5.502.5 (imper.).
2 prob. colgadura, tapiz colgante δοκοὺς ... ἐμπετάσμασι πυργωτοῖς κατειλημένας Callix.2 (p.166.10).

German (Pape)

[Seite 812] τό, Decke, Vorhang, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπέτασμα: τό, παραπέτασμα, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 3.

Greek Monolingual

το (AM ἐμπέτασμα)
παραπέτασμα
νεοελλ.
χαρτί για επικάλυψη της εσωτερικής επιφάνειας τοίχου, ταπετσαρία.