επικάλυψη
Greek Monolingual
η (Α ἐπικάλυψις) επικαλύπτω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επικαλύπτω, το σκέπασμα, το κρύψιμο
2. η επίστρωση μεταλλικής επιφάνειας με άλλο μέταλλο για προστασία από την οξείδωση.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο