χρυσόγλωσσος
English (LSJ)
ον, golden-tongued, Tz.H.10.234.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόγλωσσος: -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν γλῶσσαν, κατὰ τὸν χρυσόγλωττον Ὅμηρον Τζέτζ. Ἱστ. 10, 234 καὶ Ἐπιστ. 67, σ. 59.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. χρυσόγλωττος, -ον, Μ
χρυσόστομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πικρόγλωσσος].