παλαίγονος

Revision as of 21:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

ον, = παλαιγενής, Pi.O.13.50, 14.3.

German (Pape)

[Seite 445] = παλαιγενής; Pind. Ol. 13, 48; Μινυᾶν παλαιγόνων 14, 4.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλαίγονος -ον zie παλαιγενής.

Russian (Dvoretsky)

παλαίγονος: Pind. = παλαιγενής.

English (Slater)

πᾰλαίγονος ancient Χάριτες Ἐρχομενοῦ, παλαιγόνων Μινυᾶν ἐπίσκοποι (O. 14.4) pro subs., μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ (O. 13.50)

Greek Monolingual

παλαίγονος, -ον (Α)
παλαιγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + -γονος (< γόνος < γίγνομαι)].

Greek Monotonic

πᾰλαίγονος: -ον, = παλαιγενής, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαίγονος: -ον, = παλαιγενής, Πινδ. Ο. 13. 70., 14. 5, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ξαντρίαις» 1.

Middle Liddell

πᾰλαί-γονος, ον, = παλαιγενής, Pind.]