διμέτωπος

Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, with two fronts, App. BC5.33.

Spanish (DGE)

-ον
de dos frentes o caras, bifronte ref. a dispositivos de asedio, App.BC 5.33, δ.· bifrons, Gloss.2.277.

Greek (Liddell-Scott)

διμέτωπος: -ον, δύο ἔχων μέτωπα, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 33.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διμέτωπος, -ον)
αυτός που έχει δύο μέτωπα, δηλ. αντιμετωπίζει δύο διαφορετικούς αντιπάλους («διμέτωπος αγώνας»)
αρχ.
εκείνος που έχει δύο μέτωπα.

German (Pape)

doppelstirnig, von Festungswerken, App. B.C. 5.33.