ἐριουργία
English (LSJ)
ἡ, wool-working, Poll.7.28, Sor.1.4(pl.).
German (Pape)
[Seite 1030] ἡ, Wollarbeit, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριουργία: ἡ, ἡ κατεργασία τῶν ἐρίων, Πολυδ. Ζ΄. 28.
Greek Monolingual
η (AM ἐριουργία) εριουργός
νεοελλ.
βιομηχανία κατεργασίας του ερίου για παραγωγή μάλλινων υφασμάτων ή ειδών πλεκτικής ή ταπήτων
αρχ.
η κατεργασία του ερίου.