ἀνακούφισμα

Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ατος, τό, a relief, Hp.Vict.2.64.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
elevación de brazos τὰ δὲ ἀνακινήματα καὶ ἀνακουφίσματα τὴν μὲν σάρκα ἥκιστα διαθερμαίνει Hp.Vict.2.64.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακούφισμα: -ατος, τό, ἐλάφρυνσις, Ἱππ. 364. 4.

Greek Monolingual

το (Α ἀνακούφισμα) ἀνακουφίζω
η ανακούφιση.

German (Pape)

τό, Erleichterung, Hippocr.