μεθομοίωσις
English (LSJ)
εως, ἡ, transformation, Eust.1742.16.
Greek (Liddell-Scott)
μεθομοίωσις: ἡ, ἡ μετά τινος ὁμοίωσις, Εὐστ. 1742, 17.
Greek Monolingual
μεθομοίωσις, -εως, ἡ (Α)
μεταμόρφωση, εξομοίωση με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ὁμοίωσις.