μεταμόρφωση

From LSJ

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source

Greek Monolingual

η (ΑM μεταμόρφωσις) μεταμορφώνω
1. μεταβολή, αλλαγή της μορφής ή του σχήματος, μετασχηματισμός («οὐκ ἀγνοήσει τὰς μυθικὰς μεταμορφώσεις ἁπάσας», Λουκιαν.)
2. φρ. «ἡ μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος»
εκκλ. η εκούσια μεταλλαγή της φθαρτής φύσης του Ιησού Χριστού, καθώς και η εορτή που τελείται κατά την 6η Αυγούστου
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Μεταμορφώσεις
τίτλος έργου του Οβιδίου
νεοελλ.
1. αλλαγή της φύσης, τών ιδιοτήτων ή του χαρακτήρα κάποιου
2. (ηλεκτρολ.) η μετατροπή του ηλεκτρικού ρεύματος κατά την τάση, την ένταση ή τη μορφή, αλλ. μετασχηματισμός
3. (πετρογρ.) το σύνολο τών ορυκτολογικών και ιστολογικών μεταβολών που υφίσταται ένα στερεό πέτρωμα όταν βρεθεί σε συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν κατά τον σχηματισμό του
4. βιολ. το σύνολο τών ριζικών μετασχηματισμών στη μορφολογία και στη δομή ενός ζώου κατά τη μετεμβρυϊκή του ανάπτυξη, όπως λ.χ. της κάμπιας σε πεταλούδα, του γυρίνου σε βάτραχο κ.ο.κ.
5. βοτ. η διαδικασία μορφολογικής απόκλισης ενός οργάνου από τη γνωστή τυπική του μορφή, κατά την οποία το μεταμορφωμένο όργανο παίρνει συχνά τη μορφή άλλου θεμελιώδους οργάνου.