κοιτάριον
English (LSJ)
τό, Dim. of κοίτη, Sch.Od.14.51.
German (Pape)
[Seite 1470] τό, dim. zu κοίτη, kleines Lager, Schol. Od. 14, 50.
Greek (Liddell-Scott)
κοιτάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κοίτη, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 51.
τό, Dim. of κοίτη, Sch.Od.14.51.
[Seite 1470] τό, dim. zu κοίτη, kleines Lager, Schol. Od. 14, 50.
κοιτάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κοίτη, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 51.