κοίτη
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
ἡ, (κεῖμαι)
A = κοῖτος 1, once in Hom., Od.19.341 (v.l. οἴκῳ); bedstead, IG12.330.16, al., Wilcken Chr.244.3 (iii B.C.), etc.; esp. marriage-bed, A.Supp.804 (lyr.), S.Tr.17; οὐ γὰρ ἐκ μιᾶς κ. ἔβλαστον Id.Fr.546; τᾶς ἀπλήστου κ. ἔρος E.Med. 152 (lyr.), etc.; ἀνάνδρου κοίτας λέκτρον ib.436 (lyr.); also πετρίνη κοίτη, of a cave, S.Ph.160 (anap.); τειρομέναν νοσερᾷ κ. on a sick-bed, E.Hipp.132 (lyr.); κοίταν δ' ἔχει νέρθεν, of one dead, S.OC1706 (lyr.); κ. σκληρά Pl.Lg.942d, Aret.CA1.1: pl., ἔννυχοι κ. Pi.P.11.25; νυμφίδιοι κ. E. Alc.249 (lyr.): metaph., of the sea, ἐν μεσημβριναῖς κοίταις… εὕδοι πεσών A.Ag.566; of the bed of a river, Procop.Aed.5.5, Phlp.in Ph. 586.21, Lyd.Mens.4.10.
2 lair of a wild beast, nest of a bird, etc., E.Ion155 (lyr.); χελιδόνων Aët.16.15; κ. ποιεῖσθαι, of the spider, Arist.HA623a12; of the fish ἐξώκοιτος, Thphr. Fragmenta 171.1.
3 quarters, τῶν φυλακιτῶν BGU1007.14 (iii B.C.), cf. PTeb.179 (ii B.C.); v. infr. VI.
4 pen, fold for cattle, PLips.118.15 (ii A.D.).
II act of going to bed, τῆς κοίτης ὥρη bed-time, Hdt.1.10, 5.20; τραπέζῃ καὶ κοίτῃ δέκεσθαι to entertain 'at bed and board', ibid.; τὴν σκηνὴν εἰς κ. διέλυον for going to bed, X.Cyr.2.3.1 (but κεῖσθαι κοίταν to lie still in death, A.Ag.1494 (lyr.)).
III lodging, entertainment, PTeb. 122.1 (i B.C.), al.
IV of sexual connection, κ. διδόναι LXX Nu.5.20, cf. Le.18.20; κ. σπέρματος ib.15.16; κ. ἔχειν ἐκ… to become pregnant by a man, Ep.Rom.9.10; in bad sense, lasciviousness, ib. 13.13 (pl.).
V parcel, lot of land, PAmh.2.88.9 (ii A.D.), PRyl. 168.9 (ii A.D.).
VI chest, case, or basket, Pherecr.122, Eup.76, IG 22.120.37,40, Men.129.2, PPetr.2p.10 (iii B.C., unless in signf. 1.3), Luc.Ep.Sat.21; αἱ μυστικαὶ κ. Plu.Phoc.28.
German (Pape)
[Seite 1470] ἡ (κεῖμαι, vgl. κοιμάω), das Lager, die Schlafstätte, das Bett; Od. 19, 341; ἔννυχοι Pind. P. 11, 25; Aesch. Ag. 1473; κοίτη γαμήλιος Suppl. 785; πετρίνη κοίτη, das Felsenlager, Soph. Phil. 160; das Ehebett, El. 264 Tr. 17; auch im plur., 918 El. 187; von Todten, κοίταν δ' ἔχει νέρθεν O. C. 1704; ἐν πέδῳ κοίτας ἔχειν Eur. Troad. 494; sp. D.; in Prosa, ἐπεὶ ἐδόκεε ὥρη τῆς κοίτης εἶναι, Zeit zum Schlafengehen, Her. 1, 18, wie 5, 20; vgl. τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην διέλυον, um zur Ruhe zu gehen, Xen. Cyr. 2, 3, 1, vgl. 7, 5, 59; κοίτη σκληρά Plat. Legg. XII, 942 d; μαλακή Xen. Mem. 2, 3, 16. – Auch von den Tieren, z. B. den Vögeln, Eur. Ion 155; – übertr., vom ruhigen Meere, εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις εὕδοι πεσών Aesch. Ag. 552. – Kiste, Men. Ath. IV, 146 c; ἐν ταῖς κοίταις (v.l. κοιτίσι) καὶ κίσταις Luc. ep. gat. 21; Poll. 7, 79; vgl. μυστικαὶ κ. Plut. Phoc. 28.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
A. couche :
I. au propre ; particul. lit nuptial;
II. p. anal.
1 lit de la mer;
2 corbeille;
B. action de se coucher ; action d'aller dormir;
NT: rapport sexuel, excès sexuel.
Étymologie: R. Κι ; cf. κεῖμαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοίτη -ης, ἡ, Dor. κοίτα [~ κεῖμαι] bed, spec. huwelijksbed:; τᾶς ἀνάνδρου κοίτας... λέκτρον het huwelijksbed zonder man erin Eur. Med. 437; overdr.:; κοίταν δ’ ἔχει νέρθεν εὐσκίαστον αἰέν hij bezit voor altijd een schaduwrijk bed onder de grond Soph. OC 1706; πετρίνη κοίτη een rotsige slaapplaats Soph. Ph. 160; uitbr. nest:; λείπουσίν τε πτανοὶ Παρνασοῦ κοίτας de vogels verlaten hun nesten op de Parnassus Eur. Ion 155; korf, mand:. αἱ μυστικαὶ κοῖται de manden van deelnemers aan de mysterieën Plut. Phoc. 28.2. het slapen gaan, slaap:; ἐν μεσημβριναῖς κοίταις νηνέμοις in windstille middagrust Aeschl. Ag. 566; ὥρη τῆς κοίτης bedtijd Hdt. 1.10.1; seks.: κρυπτᾷ κοίτᾳ λεχέων σῶν door met hem naar bed te gaan, verborgen voor uw huwelijksbed Eur. Hipp. 154 (lyr.); Ῥεβέκκα ἐξ ἑνός κοιτὴν ἔχουσα Rebecca, die zwanger was van één enkele man NT Rom. 9.10.
Russian (Dvoretsky)
κοίτη: дор. κοίτα ἡ тж. pl.
1 ложе, постель Hom., Trag., Plat.: πετρίνη κ. Soph. каменное ложе (Филоктета); ἐν πέδῳ κοίτας ἔχειν Eur. (досл. иметь ложе в поле) спать под открытым небом;
2 (тж. κ. γαμήλιος Aesch., κοῖται λέκτρων и κ. λεχέων Eur.) брачное ложе NT;
3 ночной сон, покой: ὥρη τῆς κοίτης Her. время идти ко сну; τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην διαλύειν Xen. разойтись и отправиться спать; πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις Aesch. море в часы полуденного покоя;
4 гнездо (sc. τῶν πτηνῶν Eur.; sc. τῆς ἀράχνης Arst.);
5 ларец; ящик или корзина: αἱ μυστικαὶ κοῖται Plut. священные корзины (в вакхических шествиях);
6 pl. распутство (κοῖται καὶ ἀσέλγειαι NT).
English (Autenrieth)
English (Strong)
from κεῖμαι; a couch; by extension, cohabitation; by implication, the male sperm: bed, chambering, X conceive.
English (Thayer)
κοίτης, ἡ (ΚΑΩ, ΚΑΙΩ, κεῖμαι akin to κοιμάω); from Homer, Odyssey 19,341down; the Sept. chiefly for מִשְׁכָּב, also for שְׁכָבָה etc.;
a. a place for lying down, resting, sleeping in; a bed, couch: εἰς τήν κοίτην (see εἰμί, V:2a.) εἰσιν, the marriage-bed, as in the Tragg.: τήν κοίτην μιαίνειν, of adultery (Josephus, Antiquities 2,4, 5; Plutarch, de fluv. 8,3), cohabitation, whether lawful or unlawful (Euripides, Med. 152; Alc. 249): plural sexual intercourse (see περιπατέω, b. α.), A. V. chambering); by metonymy, of the cause for the effect we have the peculiar expression κοίτην ἔχειν ἐκ τίνος, to have conceived by a Prayer of Manasseh, κοίτη σπέρματος, κοίτη εἰς σπερματισμόν); on these phrases cf. Fritzsche, Commentary on Romans 2, p. 291f.
Greek Monolingual
η (AM κοίτη)
1. το μέρος όπου κατακλίνεται κάποιος, η κλίνη, το κρεβάτι («ἤδη ἡ θύρα κέκλεισται καὶ τά παιδία μου μετ' ἐμοῦ εἰς τὴν κοίτην εἰσίν», ΚΔ)
2. νεκρικό κρεβάτι, φέρετρο («στής κοίτης τη σιωπή του ύπνου του στερνού», Σολωμ.)
3. φωλιά ζώου («τὴν μὲν οὖν κοίτην καὶ τὴν ἀπόθεσιν τῆς θύρας ἄλλοθι ποιεῖται [ἡ ἀράχνη]», Αριστοτ.)
4. κοιλότητα του εδάφους, αυλάκι στο οποίο ρέει το νερό ποταμού ή ρυακιού
νεοελλ.
1. (πετρογρ.) πλακοειδής μορφή μαγματικής διείσδυσης που κείται παράλληλα προς τη στρώση του περιβάλλοντος πετρώματος
2. φρ. α) (μετεωρ.) «κοίτη ανέμου» — κατεύθυνση της πνοής του ανέμου
β) χωρισμός από κοίτης και τραπέζης» — ο προσωρινός χωρισμός συζύγων που δεν συμφωνούν
μσν.
1. ένωση, συνένωση
2. κρεβάτι γάμου, γάμος
μσν.-αρχ.
1. η κατάκλιση, ο ύπνος («εὖ ὑμέας ἐδέξατο τραπέζῃ καὶ κοίτῃ», Ηρόδ.)
2. ερωτική μίξη, συνουσία («μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις», ΚΔ)
αρχ.
1. καταυλισμός
2. πάπ. στάνη ζώων, μάνδρα
3. κιβώτιο
4. πάπ. κλήρος γης
5. πάπ. φυλάκιο, βίγλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοι- (ετεροιωμένη βαθμίδα koi- της αρχικής ΙΕ ρίζας kei- «κειμαι, βρίσκομαι», απ' όπου το κεῖ-μαι) + κατάλ. -τη (πρβλ. αήτη, άτη)].
Greek Monotonic
κοίτη: ἡ (κεῖμαι), = κοῖτος, σε Ηρόδ., Αττ.·
I. 1. νυφικό κρεβάτι, σε Σοφ., Ευρ.
2. φωλιά θηρίου, φωλιά πουλιού, σε Ευρ.
II. η κίνηση της κατάκλισης, τῆς κοίτης ὥρη, ώρα για ύπνο, σε Ηρόδ.· τραπέζῃ καὶ κοίτῃ δέκεσθαι, και με κρεβάτι και με τροφή, στον ίδ.
III. ἔχειν κοίτην ἔκ τινος, καθίσταμαι έγκυος από άνδρα, σε Καινή Διαθήκη· με αρνητική σημασία, ακολασία, ασέλγεια, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κοίτη: ἡ, (κεῖμαι) = κοῖτος (ὅπερ εἶναι ἡ Ὁμηρ. λέξις, διότι ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ κοίτη μόνον ἅπαξ, Ὀδ. Τ. 341, καὶ ἐκεῖ ὑπάρχει διάφ. γραφ. οἴκῳ), Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· ἰδίως ἡ συζυγικὴ κλίνη, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 804, Σοφ. Τρ. 17· οὐ γὰρ ἐκ μιᾶς κ. ἔβλαστον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 491· τᾶς ἀπλήστου κοίτας ἔρος Εὐρ. Μήδ. 151, κτλ.· ἀνάνδρου κοίτας λέκτρον αὐτόθι 437· ― πετρίνη κοίτη, ἐπὶ σπηλαίου Σοφ. Φοίν. 160· τείρεσθαι νοσερᾷ κ., ἐπὶ τῆς κλίνης νοσοῦντος, Εὐρ. Ἱππ. 132· κοίταν δ’ ἔχει νέρθεν, ἐπὶ νεκροῦ, Σοφ. Ο. Κ. 1707· κ. σκληρὰ Πλάτ. Νόμ. 942D· ― ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ἔννυχοι κ. Πινδ. Π. 11. 40· νυμφίδιαι κ. Εὐρ. Ἄλκ. 249· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἐν μεσημβριναῖς κοίταις... εὕδοι πεσὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 566. 2) φωλεὸς ἀγρίου θηρίου, καλιὰ ὀρνέου, κτλ., Εὐρ. Ἴων 155· κ. ποιεῖσθαι, ἐπὶ τῆς ἀράχνης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 4. ΙΙ. τῆς κοίτης ὥρη, ὥρα τοῦ ὕπνου, Ἡρόδ. 1. 10., 5. 20· ἡμέας ἐδέξατο καὶ τραπέζῃ καὶ κοίτῃ, μᾶς ἐδέχθη καὶ μᾶς περιποιήθη καὶ μὲ τροφὴν καὶ κλίνην ὁ αὐτ. 5. 20· τὴν σκηνὴν εἰς κ. διέλυον, ὅπως κατακλιθῶσι, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 1· κεῖσθαι κοίταν, ἐν τῇ κλίνῃ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1494. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Ἑβδ., κοίτην διδόναι, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως ἢ σχέσεως, Ἀριθμ Ε΄, 20, πρβλ. Λευ. ΙΗ΄, 20· οὕτω, κ. ἔχειν ἐκ…, ἐν γαστρὶ ἔχειν ἔκ τινος, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 10· ― ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀκολασία, ἀσέλγεια, ὁ αὐτ. ιγ΄, 13. IV. κίστη, κιβώτιον, κάνιστρον, Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 5, Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 12, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3. 2· αἱ μυστικαὶ κ. Πλουτ. Φωκ. 28. πρβλ. κοιτίς.
Middle Liddell
κοίτη, ἡ, κεῖμαι = κοῖτος, Hdt., Attic;]
I. the marriage-bed, Soph., Eur.
2. the lair of a beast, nest of a bird, Eur.
II. the act of going to bed, τῆς κοίτης ὥρη bed- time, Hdt.; τραπέζῃ καὶ κοίτῃ δέκεσθαι to entertain "at bed and board, " Hdt.
III. ἔχειν κοίτην ἔκ τινος to be pregnant by a man, NTest.:—in bad sense, chambering, lasciviousness, NTest.
Chinese
原文音譯:ko⋯th 虧帖
詞類次數:名詞(4)
原文字根:臥 相當於: (מִשְׁכָּב)
字義溯源:床,臥榻,洞房,同房,好色,縱慾,孕;源自(κεῖμαι)*=躺)。參讀 (κλίνω)同義字
出現次數:總共(4);路(1);羅(2);來(1)
譯字彙編:
1) 床(2) 路11:7; 來13:4;
2) 縱慾(1) 羅13:13;
3) 孕(1) 羅9:10
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=κρεβάτι, φωλιά). Ἀπό τό κεῖμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
couch
Afrikaans: bank; Albanian: divan; Arabic: فِرَاش, أَرِيكَة, مَضْجَع; Egyptian Arabic: كنبة; Hijazi Arabic: كنبة; South Levantine Arabic: كنباية; Armenian: բազմոց, թախտ; Belarusian: канапа; Bulgarian: диван, кушетка; Catalan: sofà; Chinese Mandarin: 沙發, 沙发, 長沙發椅, 长沙发椅; Czech: pohovka, gauč; Danish: sofa, briks, leje; Dutch: bank, sofa; Esperanto: sofo; Estonian: diivan; Finnish: sohva, leposohva; French: sofa, canapé; Georgian: ტახტი; German: Sofa, Couch; Greek: καναπές; Ancient Greek: λέχος; Hebrew: סַפָּה; Hungarian: kanapé, dívány; Icelandic: sófi; Irish: tolg; Italian: canapè, divano, sofà; Japanese: カウチ, ソファー, 寝台; Korean: 카우치, 소파; Latin: cubile, lectus, sponda, pulvinar; Malay: sofa; Maltese: sufan; Maori: hōpa; Norman: longue tchaîse; Northern Sami: soffá, suffá; Norwegian Bokmål: sofa; Nynorsk: sofa; Ojibwe: genwaakwak apabiwin; Ottoman Turkish: قاناپه, صفه; Persian: کاناپه, سوفا; Polish: kanapa, sofa, wersalka; Portuguese: sofá, cadeirão; Russian: диван, кушетка, тахта, софа; Rusyn: ді́ван, ґавч; Sanskrit: तल्प; Scottish Gaelic: langasaid; Serbo-Croatian: ležaj, kauč; Slovak: gauč; Slovene: kavč; Sorbian Lower Sorbian: kawč; Spanish: sofá, sillón; Swedish: soffa; Turkish: kanepe; Ukrainian: диван, канапа; Vietnamese: đi văng; Welsh: glwth
bed
Abkhaz: ацәарҭа; Adyghe: пӏэкӏор, гъолъыпӏэ, ошэкур; Afrikaans: bed, kooi; Akkadian: 𒄑𒈿; Albanian: shtrat, krevat; Amharic: ኣልጋ; Arabic: سَرِير, فِرَاش; Egyptian Arabic: سرير; Hijazi Arabic: سرير; Iraqi Arabic: چرپايه; Lebanese Arabic: تخت mt); Moroccan Arabic: ناموسية; Tunisian Arabic: فرش; Aramaic Jewish Palestinian Aramaic: ערסא; Jewish Babylonian Aramaic: עַרְסָא; Classical Syriac: ܥܱܪܣܴܐ; Christian Palestinian Aramaic: ܥܪܣܐ; Aragonese: leito; Armenian: մահճակալ; Aromanian: crivati, cãrvat; Assamese: বিচনা, বিছনা, পালেং; Asturian: cama; Azerbaijani: yataq, çarpayı; Bashkir: карауат; Basque: ohe; Bats: კრაოტ; Belarusian: ложак; Bengali: বিছানা, পালং; Breton: gwele; Brunei Malay: katil; Bulgarian: легло, постеля, креват; Burmese: အိပ်ရာ; Buryat: орон; Caló: piltra; Catalan: llit; Central Sierra Miwok: ka·ma·-; Chamicuro: ma'pata; Chechen: маьнга; Cherokee: ᎦᏂᏟ; Chichewa: bedi, kama; Chinese Cantonese: 床, 床鋪, 床铺, 臥榻, 卧榻; Dungan: ячуон; Hakka: 床, 眠床; Mandarin: 床, 床鋪, 床铺, 睡鋪, 睡铺, 臥榻, 卧榻; Min Dong: 眠床; Min Nan: 床, 眠床, 床鋪, 床铺; Wu: 床; Chuukese: pet; Chuvash: кравать; Coptic Bohairic: ϭⲗⲟϫ; Sahidic: ϭⲗⲟϭ; Cornish: gweli; Corsican: lettu; Crimean Tatar: yataq; Czech: postel, lůžko; Dalmatian: ljat; Danish: seng; Dutch: bed, sponde; Dzongkha: ཉལ་ཁྲི; Elfdalian: saingg; Esperanto: lito; Estonian: voodi; Ewe: abati; Faliscan: leta; Faroese: song; Finnish: sänky, vuode, peti; French: lit, couche; Friulian: jet; Galician: cama, leito; Ge'ez: ዐራት; Georgian: საწოლი, ლოგინი; German: Bett; Alemannic German: Bett; Gothic: 𐌱𐌰𐌳𐌹; Greek: κρεβάτι, κλίνη; Ancient Greek: κλίνη, κοίτη, εὐνή, λέκτρον, λέχος, κράββατος; Gujarati: બિછાનું, શય્યા, પલંગ; Haitian Creole: kabann; Hausa: gado; Hebrew: מיטה \ מִטָּה, עֶרֶשׂ; Hindi: पलंग, बिस्तर, शय्या, बिछौना, बिछोना; Hungarian: ágy; Icelandic: rúm; Ido: lito; Igbo: akwa; Indonesian: ranjang, tempat tidur; Ingush: маьнги; Interlingua: lecto; Irish: leaba; Italian: letto, giaciglio; Japanese: 寝床, ベッド, 寝台, 臥榻; Kabuverdianu: kama; Kachchi: પલંગ; Kalmyk: орн; Kannada: ಮಂಚ, ಹಾಸಿಗೆ; Kapampangan: pitudturan; Kazakh: кереует; Khmer: គ្រែដេក, គ្រែ; Korean: 침대(寢臺), 잠자리; Kurdish Central Kurdish: قەریۆڵە; Northern Kurdish: text, textê nivistinê; Kutenai: kyawkǂi·¢nam; Kyrgyz: керебет, карават, кровать, койка; Lao: ຕຽງ, ຫລີບ, ເມັງ, ໄສຍາດ; Latin: cubile, lectus, torus, grabatus; Latvian: gulta; Lithuanian: lova; Lombard: lett, lecc; Low German Dutch Low Saxon: bedde; Luhya: sitanda; Luo: otanda; Luxembourgish: Bett; Macedonian: кревет, постела; Malay: katil, ranjang; Malayalam: മെത്ത; Maltese: sodda; Manchu: ᠪᡝᠰᡝᡵᡤᡝᠨ; Manx: lhiabbee; Maori: moenga; Marathi: बिछाना; Mbyá Guaraní: upa; Memoni: પલંગ; Mirandese: lheito; Mongolian: ор; Nama: kharob; Navajo: tsáskʼeh; Neapolitan: lietto; Nepali: ओछ्यान, खाट; Ngazidja Comorian: itranɗa, itanɗa; Norman: liet, lit, llet, lliet, llit, lyet; North Frisian: beed, baad; Northern Sami: seaŋga; Norwegian: seng; Occitan: lèit, lièch; Ojibwe: apishimon, nibaagan; Old English: bedd; Old Irish: lepaid; Old Saxon: bed; Oriya: ଖଟ, ପଲଙ୍କ; Oromo: siree; Ottoman Turkish: بستر, یاتاق; Pashto: لګډ; Persian: بستر, رختخواب, تختخواب; Plautdietsch: Bad; Polish: łóżko; Portuguese: cama, leito; Punjabi: ਬਿਸਤਰਾ; Quechua: puñuna; Romagnol: lët; Romani: pato; Romanian: pat; Romansch: letg; Russian: кровать, постель, койка; Sanskrit: शय्या; Sardinian: letu; Saterland Frisian: Bääd; Scottish Gaelic: leabaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: крѐвет, по̏стеља; Roman: krèvet, pȍstelja; Sicilian: lettu; Sinhalese: ඇඳ; Skolt Sami: siâŋgg; Slovak: posteľ, lôžko; Slovene: pọ́stelja; Somali: sariir; Spanish: cama, lecho, catre, piltra, sobre; Svan: ლაყვრა; Swahili: kitanda; Swedish: bädd, säng; Sylheti: ꠙꠣꠟꠋ, ꠛꠤꠍꠘꠣ; Tagalog: kama; Tajik: кат; Tamil: படுக்கை, கட்டில்; Taos: pį̏ę'éna; Tatar: карават; Telugu: పక్క, పడక; Thai: เตียง; Tibetan: ཉལ་ཁྲི; Tigrinya: ዓራት; Tlingit: káa xhexhx'u yeit; Tongan: tôfâ'anga; Tourangeau: lit, guche; Turkish: yatak; Turkmen: düşek, krowat, krawat; Tuvaluan: moēga; Ukrainian: лі́жко; Ugaritic: 𐎓𐎗𐎌, 𐎎𐎉𐎚; Urdu: بستر, پلنگ; Uyghur: كارۋات; Uzbek: karavot, krovat; Venetian: lèt, lèto, leto, łeto; Vietnamese: giường); Vilamovian: bet; Volapük: bed; Walloon: lét; Welsh: gwely, gwelyau; West Coast Bajau: pengaw; West Frisian: bêd; White Hmong: txaj; Yakut: кырабаат, орон; Yiddish: בעט or; Yup'ik: ingleq; Zazaki: ca; Zhuang: mbonq; Kachchi: પલંગ