δοξοφαγία

Revision as of 12:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, hunger after fame, Plb.6.9.7.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
hambre o deseo de fama διὰ τὴν ἄφρωνα δοξοφαγίαν Plb.6.9.7.

German (Pape)

[Seite 658] ἡ, Heißhunger nach Ruhm, Pol. 6, 9, 7.

Russian (Dvoretsky)

δοξοφᾰγία:жажда славы, тщеславие Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

δοξοφᾰγία: ἡ, ἀπληστία δόξης, Πολύβ. 6. 9, 7.

Greek Monolingual

δοξοφαγία, η (Α)
ακόρεστη επιθυμία για δόξα, για φήμη.