μαλαγματώδης

Revision as of 11:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

μαλαγματώδες, like an emollient plaster, Gal.12.409, Alex.Trall.12.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰγματώδης: -ες, ὡς μαλακόν τι κατάπλασμα, ἐπίθημα, Γαλην. 2. 105.

Greek Monolingual

μαλαγματώδης, -ῶδες (Α) μάλαγμα
αυτός που μοιάζει με μάλαγμα, με κατάπλασμα.

German (Pape)

ες, von der Art eines erweichenden Umschlages, sp. Medic.