κατάπλασμα

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλασμα Medium diacritics: κατάπλασμα Low diacritics: κατάπλασμα Capitals: ΚΑΤΑΠΛΑΣΜΑ
Transliteration A: katáplasma Transliteration B: kataplasma Transliteration C: kataplasma Beta Code: kata/plasma

English (LSJ)

-ατος, τό, plaster, poultice, cataplasm, Hp.Art.40 (pl.), Ar.Fr.320.12, Arist.Pr.863a6, Thphr.HP9.11.4, Od.59, PLit.Lond. 170 (pl., i A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1370] τό, das Aufgestrichene, bes. Salbe, Pflaster, Theophr. u. Medic.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπλασμα -ματος, τό [καταπλάττω] geneesk. papomslag, cataplasma.

Russian (Dvoretsky)

κατάπλασμα: ατος τό пластырь, (целебная) мазь Arst., Plut.

Greek Monolingual

το (AM κατάπλασμα, Α ιων. τ. καταπλαστύς, ή) καταπλάσσω
ιατρ. θεραπευτικό επίθεμα, έμπλαστρο, σκεύασμα πολτώδες, που αποτελείται από ποικίλα φαρμακευτικά διαλύματα, περιβάλλεται από ύφασμα λεπτό και διαπερατό στην υγρασία και ενεργεί θεραπευτικώς ή αναλγητικώς τοποθετούμενο πάνω σε πάσχον σημείο του σώματος
μσν.
μαγικό κατασκεύασμα.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπλασμα: τὸ, ἰατρικὸν ὅπερ καταπλάσσεται, τὸ ἔμπλαστρον, κ. μετ’ ἀλφίτων Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 4· τὰ καταπλάσματα, ἃ καὶ μαλάγματά τινες καλοῦσιν ὁ αὐτ. π. Ὀσμ. 61, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 12, Ἀριστ. Προβλ. 1, 30, κτλ., πρβλ. καταπλαστός.

Mantoulidis Etymological

(=ἔμπλαστρο). Ἀπό τό καταπλάσσω (=ἀλείφω) → κατά + πλάττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

poultice

Bulgarian: компрес, лапа; Catalan: cataplasma; Danish: omslag, grødomslag; Dutch: papomslag, cataplasma; Faroese: greytarbak; Finnish: haude; French: cataplasme, emplâtre; Galician: emplasto, cataplasma, papuxas; German: Kataplasma, Wickel, Umschlag, Packung; Greek: κατάπλασμα; Ancient Greek: ἔμπλασμα, ἔμπλαστρον, ἔμπλαστρος, ἔμπλαστος, ἔμπλαστον, κατάπλασμα, κατακίκκας, κατακόκκας; Irish: ceirín; Italian: cataplasma; Japanese: 罨法; Latin: fomentum, cataplasma; Maori: whakapiripiri, tākai; Norman: poussot, vithicatouaithe; Norwegian: grøtomslag; Plautdietsch: Pleista; Portuguese: emplastro, emplasto, cataplasma; Russian: припарка; Spanish: cataplasma; Swedish: grötomslag, foment, omslag; Tocharian B: tsatsāpar