ταπεινοποιός

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

German (Pape)

[Seite 1069] demüthigend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ταπεινοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τινα ταπεινόν, ταπεινώνων, Εὐστ. Πονημ. 209. 89, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-όν, Μ
αυτός που ταπεινώνει κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + -ποιός].