μηχανιώτης

Revision as of 09:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

μηχανιώτου, ὁ, contriver, h.Merc.436.

German (Pape)

[Seite 181] ὁ, poet, = μηχανητής, H. h. Merc. 436.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνιώτης: ου ὁ искусник, ловкач HH.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνιώτης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ μηχανητής, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 436.

Greek Monolingual

μηχανιώτης, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) επινοητικός, εφευρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ιώτης κατά το ἀγγελ-ιώτης].

Greek Monotonic

μηχᾰνιώτης: -ου, ὁ, επινοητικός, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

μηχᾰνιώτης, ου, ὁ,
Hhymn.