μηχανητής

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνητής Medium diacritics: μηχανητής Low diacritics: μηχανητής Capitals: ΜΗΧΑΝΗΤΗΣ
Transliteration A: mēchanētḗs Transliteration B: mēchanētēs Transliteration C: michanitis Beta Code: mhxanhth/s

English (LSJ)

μηχανητοῦ, ὁ, deviser of engines of war, of Artemon, Sch.Ar.Ach.850.

German (Pape)

[Seite 181] ὁ, der Maschinen, Kunstgriffe braucht, Schol. Ar. Ach. 850.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνητής: -οῦ, ὁ, ὁ μηχανώμενος, ἐπινοῶν τεχνάσματα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 850.

Greek Monolingual

μηχανητής, ὁ (ΑΜ) μηχανώμαι
αυτός που επινοεί ή εφευρίσκει πολεμικές μηχανές.