ἀπόταυρος

Revision as of 12:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἀπόταυρον, apart from the bull, Arist.HA595b19.

Spanish (DGE)

-ον no montada de una vaca, Arist.HA 595b19.

German (Pape)

[Seite 329] βοῦς, (vom Stier entfernt), nicht besprungen, Arist. H. A. 8, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόταυρος: -ον, μακρὰν ἀπὸ τοῦ ταύρου, ἀνόχευτος, διὸ ἐν τῇ ἠπείρῳ τὰς καλουμένας πυρρικὰς [πυρρὶχας] βοῦς ἐννέα ἔτη διατηροῦσιν ἀνοχεύτους καὶ καλοῦσιν ἀποταύρους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7, 3.

Greek Monolingual

ἀπόταυρος, -ον (Α)
αυτή που βρίσκεται μακριά από τον ταύρο, η αβάτευτη αγελάδα.