ἀγαπατός
English (LSJ)
Doric for ἀγαπητός.
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰπᾱτός: дор. Pind. = ἀγᾰπητός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαπᾱτός: -όν, Δωρ. ἀντὶ ἀγαπητός, τόν, Πίνδ.
English (Slater)
ᾰγᾰπᾱτός
a desirable ἀγαπατὰ δὲ (sc. ἐστί) καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.4)
b with which one must be content, well loved, of only children, cf. Hesych. ἀγαπητόν: μονογενῆ ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις (Pindar speaks of himself.) fr. 193.
Greek Monotonic
ἀγαπᾱτός: -όν, Δωρ. αντί ἀγαπητός.