ἀγαπατός

Revision as of 11:36, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

English (LSJ)

Doric for ἀγαπητός.

Russian (Dvoretsky)

ἀγᾰπᾱτός: дор. Pind. = ἀγᾰπητός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαπᾱτός: -όν, Δωρ. ἀντὶ ἀγαπητός, τόν, Πίνδ.

English (Slater)

ᾰγᾰπᾱτός
   a desirable ἀγαπατὰ δὲ (sc. ἐστί) καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.4)
   b with which one must be content, well loved, of only children, cf. Hesych. ἀγαπητόν: μονογενῆ ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις (Pindar speaks of himself.) fr. 193.

Greek Monotonic

ἀγαπᾱτός: -όν, Δωρ. αντί ἀγαπητός.