Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis
[Seite 945] τό, dim. von στοῖχος, Sp.
τὸ, Αβλ. στιχάρι(ο) (II).