χαλδαϊκός
From LSJ
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
Greek Monolingual
-ή, -ό / χαλδαΐκός, -ή, -όν, ΝΜΑ Χαλδαῖος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χαλδαίους ή στη χώρα τους
2. φρ. «Χαλδαϊκή Εκκλησία»
εκκλ. τμήμα της Νεστοριανής Εκκλησίας, που είχε σημαντική παρουσία στη Μεσοποταμία και στην Περσία από τον 5ο αιώνα, αλλά διασκορπίστηκε αργότερα και, σήμερα, είναι μια ουνιτική Εκκλησία με έδρα τη Βαγδάτη
β) «χαλδαϊκή γλώσσα» — αρχαία γλώσσα της βορειοανατολικής Ανατολίας, επίσημη γλώσσα της Ουραρτού από τον 9ο έως τον 6ο αιώνα π.Χ., αλλ. ουραρτική ή βανική γλώσσα.