δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
ἀνεμοσκεπής, -ές (Α)αυτός που σκεπάζει και προφυλάσσει από τον άνεμο («ἀνεμοσκεπεῖς χλαῑναι» (Ομ.).