λευκόπηχυς

Revision as of 04:26, 17 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "gen. εως" to "gen. -εως")

English (LSJ)

υ, white-armed, only in acc. pl. -πήχεις, E.Ph. 1351 (lyr.), and dat. pl. -πήχεσι, Id.Ba.1206.

German (Pape)

[Seite 34] weißarmig, λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖσι Eur. Bacch. 1206, ἐπὶ κάρα λευκοπήχεις κτύπους χεροῖν Phoen. 1351.

French (Bailly abrégé)

εος (ὁ, ἡ)
aux bras blancs.
Étymologie: λευκός, πῆχυς.

Russian (Dvoretsky)

λευκόπηχυς: εος adj. с белыми локтями: λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖοι Eur. белыми руками.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόπηχυς: υ, γεν. -εως, ἔχων λευκοὺς πήχεις ἤτοι βραχίονας, Εὐρ. Φοίν. 1351, Βάκχ. 1206.

Greek Monolingual

λευκόπηχυς, -υ (Α)
αυτός που έχει λευκούς βραχίονες («λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῑσι», Ευρ.).

Greek Monotonic

λευκόπηχυς: -υ, γεν. -εως, αυτός που έχει λευκούς βραχίονες, λευκά μπράτσα, σε Ευρ.

Middle Liddell

λευκό-πηχυς, υ,
gen. -εως, white-armed, Eur.