v. ἔοικα.
v. *εἴκω.
υῖα, ός, ion. = ἐοικώς, υῖα, ός.
οἰκώς: υῖα, ός ион. = ἐοικώς.
οἰκώς: -υῖα, -ός, Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἐοικώς, μετοχ. τοῦ ἔοικα. - Ἐπίρρ. οἰκότως.
οἰκώς, -υῑα, -ός (Α)(ιων. τ. του ἐοικώς) βλ. έοικα.
οἰκώς: -υῖα, -ός, Ιων. αντί ἐοικώς, μτχ. του ἔοικα.