οἰκώς
From LSJ
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
English (LSJ)
v. ἔοικα.
French (Bailly abrégé)
v. *εἴκω.
German (Pape)
υῖα, ός, ion. = ἐοικώς, υῖα, ός.
Russian (Dvoretsky)
οἰκώς: υῖα, ός ион. = ἐοικώς.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκώς: -υῖα, -ός, Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἐοικώς, μετοχ. τοῦ ἔοικα. - Ἐπίρρ. οἰκότως.
Greek Monolingual
οἰκώς, -υῖα, -ός (Α)
(ιων. τ. του ἐοικώς) βλ. έοικα.