ἱππόβροτος

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

German (Pape)

[Seite 1259] pferdemenschlich, ὠδῖνες Lycophr. 842, einen Menschen, den Chrysaor, u. ein Pferd, den Pegasus gebärend.

Greek Monolingual

ἱππόβροτος, -ον (Α)
φρ. «ἱππόβροτοι ὠδῑνες» — οι πόνοι, οι ωδίνες από τις οποίες γεννήθηκε ίππος και άνθρωπος, ο Πήγασος και ο Χρυσάωρ (Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + βροτός «θνητός»].