ἁγίτης
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀγ- AB 338; ἁγείτ- Hsch.; ἀγείτ- EM α 92
1 purificado o que debe purificarse, licencioso, pecador ἁ.· ὑβριστής Hsch.l.c., cf. EM l.c., AB l.c.; cf. ἀγιστής.
2 purificador ἀ.· ἱκέτης καὶ καθάρσιος ... ὁ μύσους ἁγνισθείς καὶ ὁ καθήρας AB l.c.