δουροτόμος

Revision as of 13:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

poet. for δρυτόμος, Opp.H.5.198; πελέκεις AP7.445 (Pers.).

Spanish (DGE)

-ον
cortador de madera, talador de árboles πελέκεις AP 7.445 (Pers.)
subst. ὁ δ. leñador, aserrador ὡς δ' ὅτε δουροτόμοι ξυνὸν πόνον ἀθλεύωσι Opp.H.5.198, ἣν (μελίην) ... δουροτόμοι τέμνουσιν Q.S.1.250.

German (Pape)

[Seite 663] Holz schneidend, spaltend; πέλεκυς Pers. 7 (VII, 445); ὁ δ., der Holzhauer, Opp. H. 5, 198.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe le bois ; ὁ δουροτόμος bûcheron.
Étymologie: δόρυ, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

δουροτόμος: колющий или рубящий дрова (πελέκεις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δουροτόμος: Ἰων. ἀντὶ δορυτόμος, Ὀππ. Ἁλ. 5. 198, Ἀνθ. Π. 7. 445.

Greek Monotonic

δουροτόμος: Ιων. αντί δορυτόμος, αυτός που κόβει ξύλα, ξυλοκόπος, σε Ανθ.

Middle Liddell

adj [ionic for δορυτόμος]
cutting wood, Anth.