τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
ὁαυτός που κατασκευάζει κιγκλίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κιγκλίς, -ίδος + -ποιός (< ποιῶ)].