ἀπεριγένητος
English (LSJ)
ἀπεριγένητον, not to be overcome, D.S.3.30; φύσις Corn.ND31.
Spanish (DGE)
-ον indominable τὸ πλῆθος D.S.3.30, φύσις Corn.ND 31.
German (Pape)
[Seite 287] unüberwindlich, D. Sic. 3, 30.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεριγένητος: неодолимый, непобедимый (πάθος Diod.).