συνεκκαλέομαι

Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Med., call out together or excite together, τινὰς πρός τι Plb.18.19.11, cf. 11.1a.2; τὴν ὄρεξιν Plu.2.917c; τὴν ὁρμήν Theophrastus Sud.16.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
exciter ou provoquer en même temps, acc..
Étymologie: σύν, ἐκκαλέω.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκᾰλέομαι: μέσ., καλῶ τινα παρορμῶν αὐτόν, συνεκκαλουμένων τοὺς Ἰταλικοὺς πρὸς τὴν χρείαν Πολύβ. 18. 2, 11· συνεκκαλεῖται τὴν ὄρεξιν Πλούτ. 2. 917C.

Russian (Dvoretsky)

συνεκκᾰλέομαι: одновременно вызывать, возбуждать (τινα πρός τι Polyb.; τὴν ὄρεξιν Plut.).